- ὤλη
- ἄλη , ἄληwanderingfem nom/voc sg (attic epic ionic)ἄ̱λη , ἀλέωgrindimperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἄλη , ἀλέωgrindpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ώλη — ἡ, Α βλ. ὤλης … Dictionary of Greek
φειδωλή — ἡ, Α 1. φειδώ, οικονομία 2. θηλ. τοῡ φειδωλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ ομαι + επίθημα ωλή (πρβλ. εὐχ ωλή, τερπ ωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο τού φειδωλός.… … Dictionary of Greek
θερμωλή — θερμωλή, ἡ (ΑΜ) υπερβολική θερμότητα μσν. (για ασθενείς) πυρετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα ωλή (< ΙΕ* lο βλ. ηλός), πρβλ. ευχ ωλή, τερπ ωλή] … Dictionary of Greek
παυσωλή — ἡ, Α η ανάπαυση, η παύση («οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται οὐδ ἡβαιόν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. παυσ τού παύω (πρβλ. τον αόρ. ἔ παυσ α και τα σύνθ. με παυσ[ι] ) με την κατάλ. ωλή (η οποία πιθ. συνδέεται με χεττιτ. el, λατ … Dictionary of Greek
ώλης — ες, και τ. ουσ. ὤλη, ἡ, Α 1. κατεστραμμένος 2. (μόνον στον τ. ὤλη) όλεθρος, καταστροφή («ὢλη καὶ πανώλη γένοιτο αὐτοῡ τὸ γένος καὶ αὐτός», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὤλης έχει προέλθει υποχωρητ. από το σύνθ. ἐξώλης (< ἐξ + ὄλλυμι «καταστρέφω»)] … Dictionary of Greek
ευχωλή — εὐχωλή, ἡ (Α) (επικ. τ.) 1. ευχή, δέηση, τάξιμο, υπόσχεση για θυσία ή αφιέρωση 2. μεγαλαυχία, κομπορρημοσύνη 3. αιτία για καυχησιολογία, καμάρι 4. θριαμβευτική επιφώνηση («εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν ὀλλύντων τε καὶ ὀλλυμένων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
μεμφωλή — μεμφωλή, ἡ (Α) μέμψη, μομφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέμφομαι + κατάλ. ωλή (πρβλ. ευχ ωλή)] … Dictionary of Greek
τερπωλή — ἡ, ΜΑ (ποιητ. τ. και μτγν. τ.) τέρψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρπω + κατάλ. ωλή (βλ. λ. παυσ ωλή)] … Dictionary of Greek
αλεωρή — ἀλεωρή, η (Α) (ο τύπος ιωνικός στην αττική διάλεκτο ἀλεωρά) 1. αποφυγή, διαφυγή 2. το μέσον διαφυγής ή αποφυγής, προστασία, άμυνα, υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνήθως η λ. ανάγεται σε αρχικό τ. *ἀλεF ωλή (< θ. τού ρήμ. ἀλέομαι*), απ’ όπου προήλθε με… … Dictionary of Greek
εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… … Dictionary of Greek